παιδικέωρ

παιδικέωρ
παιδικέωρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν γυμνασίῳ ὑπηρέτης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παιδισκιωρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παιδισκιωρός — παιδισκιωρός, ὁ (Α) αυτός που είχε τη φροντίδα τών παιδισκών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *παιδίσκιον + ωρός (βλ.λ. ορώ), ενώ κατ άλλους από ιων. τ. *παιδισκ εωρος (πρβλ. παιδικέωρ [Ησύχ.])] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”